- ῥυθμῷ
- ῥυθμόςany regular recurring motionmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρυθμώ — (I) όω και μέσ. ιων. τ. ῥυσμοῡμαι, όομαι, Α [ῥυθμός / ῥυσμός] 1. ρυθμίζω, βάζω κάτι σε ρυθμό 2. παθ. ῥυθμοῡμαι, όομαι σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι σύμφωνα με ορισμένο τύπο. (II) έω, Α [ῥυθμός] 1. πιθ. ρυθμίζω 2. καθορίζω ποινή … Dictionary of Greek
ῥυθμῶ — ῥυθμός any regular recurring motion masc gen sg (doric aeolic) ῥυθμόω shape pres subj act 1st sg ῥυθμόω shape pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμῶι — ῥυθμῷ , ῥυθμός any regular recurring motion masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… … Dictionary of Greek
έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… … Dictionary of Greek
μεταρυσμώ — μεταρυσμῶ, όω (Α) μεταρρυθμώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * ῥυσμῶ, ιων. τ. τού ῥυθμῶ] … Dictionary of Greek
ρυθμητικός — ή, όν, Α [ῥυθμῶ (Ι)] πιθ. ρυθμικός … Dictionary of Greek
ρυσμούμαι — όομαι, Α βλ. ῥυθμῶ … Dictionary of Greek
στιμμίζω — ΝΜΑ, και στιμίζω, και μέσ. τ. στιβίζομαι Α [στίμμι / στῑβι] βάφω τα βλέφαρα ή τα φρύδια με στίμμι μσν. μτφ. καθιστώ κάτι ευπρεπές ή λογικοφανές, ευτρεπίζω κάτι προκειμένου να εξαπατήσω κάποιον («ῥυθμῷ τὸ ψεῡδος στιμμίζουσιν», Θεοφύλ. Σ.) αρχ.… … Dictionary of Greek